- τυφογέρων
- τῡφογέρων , τυφογέρωνsilly old manmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυφογέρων — οντος, ὁ, Α ξεμωραμένος, ξεκουτιάρης γέρος («τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + γέρων] … Dictionary of Greek
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
τυφογέρον — τῡφογέρον , τυφογέρων silly old man masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφογέροντας — τῡφογέροντας , τυφογέρων silly old man masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφογέροντες — τῡφογέροντες , τυφογέρων silly old man masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)